σμαραγδόρουχα

σμαραγδόρουχα
τα, Ν
ενδύματα που έχουν το βαθύ πράσινο χρώμα τού σμαράγδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + ρούχα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”